κοσμοποιώ

κοσμοποιώ
κοσμοποιῶ, -έω (Α) [κοσμοποιός]
1. δημιουργώ τον κόσμο («θεὸν κοσμοποιεῑν περατοῡντα τὴν ὕλην ἄπειρον ούσαν», Πλούτ.)
2. (για φιλόσοφο) δημιουργώ σύστημα ή θεωρία σχετικά με τον κόσμο («ἐξ ἀκινήτων γὰρ ἄρχεται κοσμοποιεῑν ὁ Ἀναξαγόρας», Αριστοτ.)
3. βάζω σε τάξη, τακτοποιώ
4. φρ. «κοσμοποιῶ ἕκαστον τῶν ἀστέρων» — υποστηρίζω ότι στους αστέρες υπάρχει ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοσμοποιῷ — κοσμοποιός creating the world masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοποιητής — κοσμοποιητής, ὁ (Α) [κοσμοποιώ] ο δημιουργός τού κόσμου …   Dictionary of Greek

  • κοσμουργώ — κοσμουργῶ έω (Α) [κοσμουργός] δημιουργώ τον κόσμο, πλάττω το σύμπαν, κοσμοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”